- ἐκάλεον
- καλέωcallimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)καλέωcallimperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνίσκος — κυνίσκος, ό (AM) είδος ψαριού αρχ. 1. σκυλάκι 2. ασήμαντος κυνικός φιλόσοφος 3. ως κύριο όν. ο Κυνίσκος προσωνυμία τού Ζευξιδάμου («Ζευξίδημος, τὸν δὴ Κυνίσκον μετεξέτεροι Σπαρτιητέων ἐκάλεον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek